- δέσμια
- δέσμιονneut nom/voc/acc plδέσμιοςbindingneut nom/voc/acc plδέσμιοςbindingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεσμία — δεσμίᾱ , δέσμιος binding fem nom/voc/acc dual δεσμίᾱ , δέσμιος binding fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δεσμίᾱ , δεσμίας worthy of bonds masc nom/voc/acc dual δεσμίας worthy of bonds masc voc sg δεσμίᾱ , δεσμίας worthy of bonds masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμίαν — δεσμίᾱν , δέσμιος binding fem acc sg (attic doric aeolic) δεσμίᾱν , δεσμίας worthy of bonds masc acc sg (attic epic doric aeolic) δεσμίας worthy of bonds masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αερολογία — Αεροκουβέντες, λόγια του αέρα, άσκοπες φλυαρίες, ματαιολογίες. (Μετεωρ.) Κλάδος της μετεωρολογίας, που μελετά τα φαινόμενα της ελεύθερης ατμόσφαιρας, δηλαδή ασχολείται με μελέτες σε ύλη πάνω από 3.000 μ. όπου τα ατμοσφαιρικά στρώματα δεν… … Dictionary of Greek
αλλοτρίωση — Διαδικασία κατά τη διαδρομή της οποίας εκείνο που ανήκει πρωταρχικά στον άνθρωπο και είναι έργο του γίνεται ξένο και εξωτερικό γι’ αυτόν τον ίδιο και καταλήγει να τον εξουσιάσει και να τον υποδουλώσει. Τον όρο α. εισήγαγε στη φιλοσοφία ο Χέγκελ… … Dictionary of Greek
δέσμιον — δέσμιον, το (AM) [δεσμός] πληθ. τα δέσμια τα δεσμά … Dictionary of Greek
επανασύνδεση — Η διαδικασία κατά την οποία θετικά ιόντα συναντούν ηλεκτρόνια και ενώνονται μαζί τους για τον σχηματισμό ουδέτερων ατόμων ή μορίων (δηλαδή, διαδικασία αντίθετη προς τον ιονισμό). Η σύλληψη ενός ηλεκτρονίου από ένα βαρύ ιόν είναι πολύ δύσκολη… … Dictionary of Greek
μονοδεσμία — η είδος φόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + δεσμία (< δεσμός)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φωτογραφία — ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Από την εποχή της ανακάλυψής της το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η φωτογραφική τεχνική γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τους καλλιτέχνες της εποχής, οι οποίοι βρίσκουν στη νέα αυτή τεχνική ένα μέσο για να απεικονίσουν με ακόμη μεγαλύτερη … Dictionary of Greek
ηλεκτρική μετατόπιση — Αν ένα ηλεκτρικό πεδίο έχει στο κενό ένταση και ένα διηλεκτρικό τοποθετηθεί μέσα στο πεδίο, τότε μέσα στο υλικό έχουμε δύο ειδών φορτία. Από τη μία υπάρχει η πυκνότητα φορτίων στο εσωτερικό και στην επιφάνεια εξαιτίας της πόλωσης που καλούνται… … Dictionary of Greek